....στo Trova! ! !
Η Joanna Drigo θα εμφανίζετε στo Trova όλες τις Πέμπτες του Νοεμβρίου...
Μια – περίπου – μεσοαστική και – περίπου – οικογένεια της Θεσσαλονίκης ετοιμάζεται να υποδεχθεί καλεσμένους για δείπνο.
Με το περίπου να αναφέρεται στην σύνθεση της συγκεκριμένης οικογένειας:
Η – αλλού γι’αλλού – μάνα, η οποία κλαίγεται συνεχώς στην κόρη της.
Η οποία – κόρη προτιμά να μαγειρεύει επαγγελματικά παρά να τεμπελιάζει όπως οι υπόλοιποι.
Και αγωνιά για να αποκτήσει – με κάθε τρόπο, μέσο και θυσία – ένα παιδί.
![]() |
Ο πατέρας προ πολλού μακαρίτης σε αεροπορικό ταξίδι.
Και ο καλλιτεχνικής φύσης και σεξουαλικής απόκλισης – βάση των κοινωνικών αντιληψεων – γιός στην Βουδαπέστη, όπου σπουδάζει το πιάνο.
Από κοντά και ο συνεταίρος του μακαρίτη στην βιομηχανία που παράγει μακό μπλουζάκια.
Ο οποίος βιάζεται υπερβολικά να αποσπάσει την υπογραφή τους για να μεταφέρει την δουλειά στην Βουλγαρία.
Στην «παρέα» εισβάλλει, τέλος ένας - Εσθονός όχι Ρώσος – μπάτλερ.
Και ξαφνικά η μάνα ξαναβλέπει μπροστά της τον μακαρίτη.
Ο οποίος απαιτεί να της μιλήσει για κάποιο – υπέρ επείγον προφανώς για να επιστρέψει από τον άλλο κόσμο – θέμα.
Αφού ξεπεράσει το αρχικό σοκ, αρχίζει να μαθαίνει πολλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα σχετικά με τα σχέδια του συνέταιρου.
Και εμείς από δίπλα βλέπουμε να ξεδιπλώνεται ο τουλάχιστον ταραχώδης – ερωτικός και όχι μόνο – βίος μιας «τυπικής ελληνικής οικογένειας».
Είναι πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ο Άκης Δήμου παρουσιάζει πολλές από τις φοβίες και τις εμμονές της κοινωνίας μας σε αυτό του το έργο.
Ξένοι, ομοφυλόφιλοι, χρήμα, κοινωνική θέση, απιστία, εξαπάτηση, σεξουαλική συμπεριφορά, παντός είδους εκμετάλλευση.
Όλοι, τελικά, σε κάποια από αυές θα υποκύψουν.
Και το χειρότερο: ο καταλύτης, το στοιχείο, δηλαδή, που θα ξεσκεπάσει τον χαρακτήρα και την συμπεριφορά των ηρώων είναι ένας ξένος, ο μπάτλερ.
Ο οποίος μοιάζει με κάποιου είδους πανόπτη.
Που όλα τα βλέπει και όλα τα γνωρίζει.
Και χρησιμεύει, ταυτόχρονα, και ως σύνδεσμος μεταξύ του μακαρίτη και της οικογένειάς του.
![]() |
Μπέρδεμα.
Αυτή είναι η λέξη που γύρναγε στο μυαλό μου με το που ξεκίνησε η παράσταση και μέχρι το τέλος της.
Πως η μάνα είναι τρεις λαλούν και δυο χορεύουν από την μια, και από την άλλη τόσο φιλελεύθερη ώστε να δέχεται την ιδιαιτερότητα του γιού της;
Γιατί η κόρη δείχνει τέτοια λύσσα για σπέρμα;
Σε σημείο που να παραβλέπει την εθνικότητα του «δότη»!
Πως τα ξέρει όλα αυτά ο – Εσθονός – όχι Ρώσος μπάτλερ;
Τί ρόλο βαράει, τελικά, ο – ιδιαίτερα ενεργός σεξουαλικά –συνέταιρος;
Από πού και ως πού γνωρίζει το φάντασμα τον – Εσθονό– όχι Ρώσο μπάτλερ;
![]() |
Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι ο δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της Κώστα Καρυωτάκη αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της. Ο Κ. Σεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη: "Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία {...}, γι'αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση...".Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις "Αστάρτη", σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία της με τον τίτλο "Βρέχει Φως". Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασσικοί έντεχνοι και ροκ. Ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και το συγκρότημα "Πληνθέτες".
πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CF%85%CE%B4%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B7
Το νέο σπίτι πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον γάμο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού. Μέχρι το τέλος του 19ου αι. το Τατόι έχει αποκτήσει δύο ναούς -Προφήτη Ηλία (1873) και Αναστάσεως (1899)- ένα υπασπιστήριο, δυο τρεις οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. O παλιός ανεμόμυλος μετετράπη σε πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίσθηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή.
Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χιλιόμετρα οδικού δικτύου/αλεών, γέφυρες, άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας, καθώς και δύο μικρές τεχνητές λίμνες, τη Χήνα και την Κιθάρα. Δεδομένου ότι το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Θα αποκτήσει επίσης ένα ξενοδοχείο, το «Τατόιον», που διαφημίζεται στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτων της περιόδου αυτής είναι ο Αναστάσιος Μεταξάς. Στα 1880, ο λόφος του Παλαιόκαστρου θα δεχθεί το πρώτο του μνήμα (της Πριγκίπισσας Όλγας, που πέθανε σε ηλικία έξι μηνών), τριάντα τρία χρόνια προτού ενταφιασθεί εκεί, σε τάφο απέριττο, ο Γεώργιος Α΄.
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. θα κτισθούν οι πέτρινοι στρατώνες, στα δε 1913/14, επί Κωνσταντίνου Α΄, το κτίριο του προσωπικού. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι παράλληλα με τον εξελληνισμό της Δυναστείας, το Τατόι χάνει την αρχική αισθητική του ομοιογένεια και οπωσδήποτε, όλο και πιο πολύ, τον βόρειο χαρακτήρα του.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής. Καίγεται το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, καίγονται κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο, το παλιό ανάκτορο.
Η ταραγμένη πολιτικά περίοδος που ακολουθεί δεν επιτρέπει την άμεση ανασυγκρότηση. Αυτή θα πραγματοποιηθεί στα χρόνια της Α΄ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων, χάρη επίσης στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή Βασιλείου Δρούβα (1925-1961). Στα χρόνια περί το 1930, κτίζεται το συγκρότημα κατοικιών και εργαστηρίων, γνωστό ως μάνδρα, όπως επίσης και ο σταθμός χωροφυλακής. Η παλινόρθωση θα προσθέσει μεν στο κτήμα το κομψό διευθυντήριο, το μαυσωλείο και τα διάσπαρτα πέτρινα φυλάκια της Φρουράς, θα τραυματίσει όμως βάναυσα την ίδια την έπαυλη, στη μεγάλη επισκευή των ετών 1937-39. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής, ο Αναστάσιος Μεταξάς, ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης και ο Κωνσταντίνος Σακελλάριος.
Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όπου ο Δρούβας ακροβατεί ανάμεσα στον κατακτητή και το αντάρτικο της Πάρνηθας για να σώσει το κτήμα. Η πίεση του «βουνού» αυξάνεται το καλοκαίρι του 1944. Στο διάστημα του φθινοπώρου οι λεηλασίες πληθαίνουν, ώσπου καταλύεται στο Τατόι κάθε αρχή. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών το κτήμα και η έπαυλη δηώνονται πλήρως και η μικρή κοινωνία του θρηνεί τα δικά της θύματα του Εμφυλίου που ξεκινούσε. Το καλοκαίρι του 1945 το κτήμα καίγεται ξανά. Τα κίνητρα ήσαν σαφώς πολιτικά.
Eτσι το Τατόι ξεκίνησε το 1946 και πάλι από το σημείο μηδέν. Για να αντισταθμίσει την απώλεια εσόδων από την καταστροφή του δάσους, ο Δρούβας θα δώσει έμφαση στην παραγωγή κρασιού και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Στα 1952 κτίζεται το κομψό νέο βουστάσιο, τα προϊόντα του οποίου, όπως εν γένει τα προϊόντα του κτήματος, διατίθενται προς πώλησιν σε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, ιδρύματα και στρατόπεδα. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής: ο Κ. Γκίνης και ο Αλ. Μπαλτατζής.
Από το τέλος του 1948 εγκαθίσταται στην έπαυλη μονίμως η βασιλική οικογένεια, που θα την κατοικήσει αδιαλείπτως ώς το πρωί του Αντικινήματος κατά της Χούντας, στις 13 Δεκεμβρίου 1967.