Tο Τατόι έχει την προϊστορία του, που ξεκινά από την Αρχαία Δεκέλεια και καταλήγει στα τρία οθωμανικά τσιφλίκια Τατόι, Μαχούνια και Λιόπεσι, που συνενώθηκαν το 1835 στα χέρια του Σκαρλάτου Σούτζου και επί δεκαετίες κατόπιν υπήρξαν κρησφύγετα ληστών. Όμως, η πραγματική του ιστορία αρχίζει το 1872, με την αγορά του από τον Γεώργιο Α΄.
Tο 1898, έπειτα από διαδοχικές αγορές, αλλά και με την παραχώρηση στον Βασιλέα από τη Βουλή ως ιδιωτική περιουσία τού πρώην εθνικού κτήματος Μπάφι, το Τατόι απέκτησε τη μέγιστη έκτασή του: 47.427 στρέμ. Σε σχέση με τα 250.000 στρέμματα που κατείχαν οι Σούτσοι και τα 300.000 του Ανδρέα Συγγρού το κτήμα του Βασιλέως δεν ήταν το μεγαλύτερο στην Αττική. Ως κτήμα αναψυχής ήταν, αντιθέτως, το πρώτο στην Ελλάδα.
Το πρώτο σπίτι που περατώθηκε το 1874 ήταν ένα απλό διώροφο σπίτι ελληνοελβετικού ρυθμού, με δίρρικτη στέγη, το οποίο παραδόξως προοριζόταν όχι ως ανάκτορο αλλά ως βασιλικός ξενώνας, χρήση για την οποία ουδέποτε διατέθηκε. Πάνω από το ήδη χαραγμένο περιβόλι, για το οποίο επελέγησαν φυτά από ολόκληρη τη Μεσόγειο, άρχισε να οικοδομείται από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, το 1884, το καθ' αυτό ανάκτορο, μιμούμενο μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων του Πέτερχοφ, στην Αγία Πετρούπολη, που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β΄, θείο της βασίλισσας Όλγας.
Το νέο σπίτι πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον γάμο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού. Μέχρι το τέλος του 19ου αι. το Τατόι έχει αποκτήσει δύο ναούς -Προφήτη Ηλία (1873) και Αναστάσεως (1899)- ένα υπασπιστήριο, δυο τρεις οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. O παλιός ανεμόμυλος μετετράπη σε πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίσθηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή.
Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χιλιόμετρα οδικού δικτύου/αλεών, γέφυρες, άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας, καθώς και δύο μικρές τεχνητές λίμνες, τη Χήνα και την Κιθάρα. Δεδομένου ότι το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Θα αποκτήσει επίσης ένα ξενοδοχείο, το «Τατόιον», που διαφημίζεται στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτων της περιόδου αυτής είναι ο Αναστάσιος Μεταξάς. Στα 1880, ο λόφος του Παλαιόκαστρου θα δεχθεί το πρώτο του μνήμα (της Πριγκίπισσας Όλγας, που πέθανε σε ηλικία έξι μηνών), τριάντα τρία χρόνια προτού ενταφιασθεί εκεί, σε τάφο απέριττο, ο Γεώργιος Α΄.
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. θα κτισθούν οι πέτρινοι στρατώνες, στα δε 1913/14, επί Κωνσταντίνου Α΄, το κτίριο του προσωπικού. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι παράλληλα με τον εξελληνισμό της Δυναστείας, το Τατόι χάνει την αρχική αισθητική του ομοιογένεια και οπωσδήποτε, όλο και πιο πολύ, τον βόρειο χαρακτήρα του.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής. Καίγεται το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, καίγονται κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο, το παλιό ανάκτορο.
Η ταραγμένη πολιτικά περίοδος που ακολουθεί δεν επιτρέπει την άμεση ανασυγκρότηση. Αυτή θα πραγματοποιηθεί στα χρόνια της Α΄ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων, χάρη επίσης στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή Βασιλείου Δρούβα (1925-1961). Στα χρόνια περί το 1930, κτίζεται το συγκρότημα κατοικιών και εργαστηρίων, γνωστό ως μάνδρα, όπως επίσης και ο σταθμός χωροφυλακής. Η παλινόρθωση θα προσθέσει μεν στο κτήμα το κομψό διευθυντήριο, το μαυσωλείο και τα διάσπαρτα πέτρινα φυλάκια της Φρουράς, θα τραυματίσει όμως βάναυσα την ίδια την έπαυλη, στη μεγάλη επισκευή των ετών 1937-39. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής, ο Αναστάσιος Μεταξάς, ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης και ο Κωνσταντίνος Σακελλάριος.
Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όπου ο Δρούβας ακροβατεί ανάμεσα στον κατακτητή και το αντάρτικο της Πάρνηθας για να σώσει το κτήμα. Η πίεση του «βουνού» αυξάνεται το καλοκαίρι του 1944. Στο διάστημα του φθινοπώρου οι λεηλασίες πληθαίνουν, ώσπου καταλύεται στο Τατόι κάθε αρχή. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών το κτήμα και η έπαυλη δηώνονται πλήρως και η μικρή κοινωνία του θρηνεί τα δικά της θύματα του Εμφυλίου που ξεκινούσε. Το καλοκαίρι του 1945 το κτήμα καίγεται ξανά. Τα κίνητρα ήσαν σαφώς πολιτικά.
Eτσι το Τατόι ξεκίνησε το 1946 και πάλι από το σημείο μηδέν. Για να αντισταθμίσει την απώλεια εσόδων από την καταστροφή του δάσους, ο Δρούβας θα δώσει έμφαση στην παραγωγή κρασιού και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Στα 1952 κτίζεται το κομψό νέο βουστάσιο, τα προϊόντα του οποίου, όπως εν γένει τα προϊόντα του κτήματος, διατίθενται προς πώλησιν σε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, ιδρύματα και στρατόπεδα. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής: ο Κ. Γκίνης και ο Αλ. Μπαλτατζής.
Από το τέλος του 1948 εγκαθίσταται στην έπαυλη μονίμως η βασιλική οικογένεια, που θα την κατοικήσει αδιαλείπτως ώς το πρωί του Αντικινήματος κατά της Χούντας, στις 13 Δεκεμβρίου 1967.
πηγή από http://el.wikipedia.org/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου